Motor στα ελληνικά
Μετάφραση: motor, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανή, κινητήρας, κινητήρα, του κινητήρα, κινητήρων
Μεταφράσεις
- motivo στα ελληνικά - αντικείμενο, ανάγκη, παρακίνηση, χρειάζομαι, υπήκοος, υποκείμενο, κίνητρο, ...
- motocicleta στα ελληνικά - ποδήλατο, μηχανή, μοτοσυκλέτα, μοτοσικλέτα, μοτοσικλέτας, μοτοσικλετών, της μοτοσικλέτας
- motores στα ελληνικά - μηχανή, κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τους κινητήρες
- motorista στα ελληνικά - οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
Τυχαίες λέξεις
Motor στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανή, κινητήρας, κινητήρα, του κινητήρα, κινητήρων
Μεταφράσεις: μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανή, κινητήρας, κινητήρα, του κινητήρα, κινητήρων