Μηχανεύομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
engenheiro, coordenador, locomotiva, motor, maquinar, inventar, contrive, planejar, esforçam
Μηχανεύομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μηχανεύομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα πορτογαλικά - carrinho, bobinar, vacilar, carretel, recife, bobina, bicicleta do motor, ...
  • μηχανή στα πορτογαλικά - armário, locomotiva, motocicleta, motriz, motor, compromisso, locomotivas, ...
  • μηχανικός στα πορτογαλικά - motor, locomotiva, coordenador, engenheiro, carne, engenheiro de, engenharia, ...
  • μηχανισμός στα πορτογαλικά - mecanismo, mecanismo de, mecanismos
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: engenheiro, coordenador, locomotiva, motor, maquinar, inventar, contrive, planejar, esforçam