Obstinado στα ελληνικά

Μετάφραση: obstinado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεισματάρης, πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, επίμονη, πεισματική, πεισματικά
Obstinado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • observar στα ελληνικά - βλέπω, φυλάξου, φρουρά, κρατώ, παρατηρώ, κατακρατώ, υπακούω, ...
  • observação στα ελληνικά - παρατηρώ, παρατηρητικότητα, αξιοσημείωτος, πίνακας, σχολιάζω, τηρώ, σχόλιο, ...
  • obstruir στα ελληνικά - αποκτώ, παρακωλύω, προμηθεύομαι, κωλυσιεργώ, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, ...
  • obstrução στα ελληνικά - τσόκαρο, βουλώνω, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης, παρακώλυση
Τυχαίες λέξεις
Obstinado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεισματάρης, πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, επίμονη, πεισματική, πεισματικά