Πεισματάρης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
birrento, teimoso, obstinado, teimosa, teimosos, obstinada
Πεισματάρης στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεισματάρης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα πορτογαλικά - tentação, temptation, a tentação, tentações, tentação de
  • πειρατής στα πορτογαλικά - tubulação, cachimbo, pirata, do pirata, de pirata, pirate, piratas
  • πεισματικά στα πορτογαλικά - teimosamente, obstinadamente, teimosia, stubbornly, teimosa
  • πεισμωμένος στα πορτογαλικά - obstinado, birrento, teimoso, peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: birrento, teimoso, obstinado, teimosa, teimosos, obstinada