Ouvir στα ελληνικά

Μετάφραση: ouvir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανοώ, αφουγκράζομαι, ακροατής, καταλαβαίνω, ακούω, καρδιά, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Ouvir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ouvinte στα ελληνικά - ακροατής, ακροατή, ακρόασης, ακροατές
  • ouvintes στα ελληνικά - ακροατήριο, ακροατές, ακροατών, τους ακροατές, οι ακροατές, στους ακροατές
  • ouça στα ελληνικά - ακούω, καρδιά, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
  • ovelha στα ελληνικά - σεντόνι, πρόβατο, στρώμα, κομμάτι, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, ...
Τυχαίες λέξεις
Ouvir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανοώ, αφουγκράζομαι, ακροατής, καταλαβαίνω, ακούω, καρδιά, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε