Ακούω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακούω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ouvir, escute, lista, são, escutar, ouça, escuta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούω
ακούω φωνές, ακούω βερεσέ, ακούω κλίση, ακούω την αγάπη, ακούω τουρμπίνες, ακούω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακούω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακουστικός στα πορτογαλικά - acústico, auditivo, auditiva, auditivos, auditivas
- ακούσιος στα πορτογαλικά - involuntário, involuntária, involuntários, involuntárias, involuntary
- ακράδαντα στα πορτογαλικά - firma, firmemente, firmar, fortemente, veementemente, vivamente, forte
- ακρίβεια στα πορτογαλικά - precisão, preciso, exatidão, exactidão, acurácia, a precisão
Τυχαίες λέξεις
Ακούω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ouvir, escute, lista, são, escutar, ouça, escuta
Μεταφράσεις: ouvir, escute, lista, são, escutar, ouça, escuta