Ovo στα ελληνικά

Μετάφραση: ovo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελιτζάνα, αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
Ovo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ovelha στα ελληνικά - σεντόνι, πρόβατο, στρώμα, κομμάτι, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, ...
  • ovino στα ελληνικά - πρόβατα, πρόβατο, προβάτων, αιγοπροβάτων, προβατοειδών, αιγοπρόβατα, προβατοειδή
  • ovos στα ελληνικά - αυγό, αυγά, αυγών, τα αυγά, των αυγών, αβγά
  • oxidar στα ελληνικά - οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
Τυχαίες λέξεις
Ovo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελιτζάνα, αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο