Λέξη: μπανιέρα
Σχετικές λέξεις: μπανιέρα
μπανιέρα διαστάσεις, μπανιέρα πυραμίς, μπανιέρα ονειροκριτης, μπανιέρα ακρυλική ή μαντεμένια, μπανιέρα μωρού, μπανιέρα υπερήχων, μπανιέρα υδρομασάζ, μπανιέρα τιμή, μπανιέρα αλλαξιέρα, μπανιέρα με πόδια
Μεταφράσεις: μπανιέρα
μπανιέρα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bath, bathtub, shower, tub, a bathtub
μπανιέρα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
baño, bañera, bañar, bañarse, bañera de, la bañera, tina, ducha
μπανιέρα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bad, baden, badewanne, wanne, Badewanne, Wanne, Dusche, Bad
μπανιέρα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
thermes, baignoire, bain, une baignoire, douche, la baignoire
μπανιέρα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vasca, bagnarola, bagno, vasca da bagno, vasca da, doccia
μπανιέρα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banho, banheiro, banheira, banheira de, duche
μπανιέρα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
badkamer, badkuip, bad, ligbad, een bad, douche
μπανιέρα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
баня, купальня, ванная, ванна, купель, кюветка, купать, ванна и, Ванная, ванной, ванны
μπανιέρα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bad, badekar, dusj, badekaret, hårtørrer
μπανιέρα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bad, badkar, badkaret, kar, dusch
μπανιέρα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kylpyhuone, kylpyamme, kylpy, kylpyammeella, amme, ikkunat, ammeella
μπανιέρα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
badekar, badekarret
μπανιέρα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lázně, vana, koupat, lázeň, koupel, vanou, televize, vany, vanička
μπανιέρα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wanna, kąpać, wykąpać, kąpiel, kapać, łaźnia, wanienka, wanną, Bathtub, wanny
μπανιέρα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fürdőkád, kád, fürdőkáddal, káddal
μπανιέρα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hamam, banyo, kaplıca, küvet, duş
μπανιέρα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
купіль, ванна, ванни, телебачення
μπανιέρα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
banjë, vaskë, vaskë të, vaska
μπανιέρα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
манна, вана, душ, телевизор, сешоар, климатик
μπανιέρα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ванна, ваннай
μπανιέρα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kümblema, vannitama, vannituba, vann, teler, Vann ja, dušš, konditsioneer
μπανιέρα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kada, korito, kupati, kupelj, kupatilo, kupanje, kadom, tuš, kadu, kupaonici je ležeća kada
μπανιέρα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
laug, bað, baðkari, baðkar, Baðker, Kaffivél
μπανιέρα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
balneum
μπανιέρα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maudytis, vonia, plauti, televizorius, dušas, vonios
μπανιέρα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vannot, iemērkt, vanna, izskalot, mazgāt, televizors, duša, vannu
μπανιέρα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
када, кадата, кади
μπανιέρα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cadă, baie, cadă de baie, cabină de duș, cada, cabină
μπανιέρα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kad, tuš, kadjo
μπανιέρα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kúpeľ, vaňa, bazén, vane, kombinácia sprchy, vana
Στατιστικά δημοτικότητας: μπανιέρα
Τυχαίες λέξεις