Pendente στα ελληνικά
Μετάφραση: pendente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, εκκρεμούν, εν αναμονή της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pena στα ελληνικά - χαρακτηριστικό, μάντρα, αφιέρωμα, φτερό, σουσούμι, λοφίο, στυλό, ...
- penalizações στα ελληνικά - κύρωση, ποινή, πρόστιμο, κυρώσεις, κυρώσεων, ποινές, ποινών, ...
- pender στα ελληνικά - σκύβω, καμπυλώνεται, προστακτική, στροφή, ρανίδα, γέρνω, μειώνομαι, ...
- pendurar στα ελληνικά - απαγχονίζω, αναστέλλω, κρεμώ, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Τυχαίες λέξεις
Pendente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, εκκρεμούν, εν αναμονή της
Μεταφράσεις: διαπερνώ, εκκρεμής, εν αναμονή, εκκρεμεί, εκκρεμούν, εν αναμονή της