Διαπερνώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαπερνώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penetre, pendente, penetrar, penetram, penetração, penetra
Διαπερνώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπερνώ

διερευνώ συνώνυμα, διαπερνώ συνωνυμα, διαπερνώ συνώνυμο, διαπερνώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαπερνώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαπεραστικός στα πορτογαλικά - agudo, chuveiro, estridente, aguda, estridentes, esganiçada
  • διαπερατότητα στα πορτογαλικά - permeabilidade, a permeabilidade, permeabilidade ao, da permeabilidade, de permeabilidade
  • διαπιστεύω στα πορτογαλικά - acredite, acreditar, credenciar, acreditação, acreditarão, acreditação de
  • διαπιστώνω στα πορτογαλικά - essencial, instalar, estabelecer, domiciliar, estabeleça, verificar, fundar, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπερνώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: penetre, pendente, penetrar, penetram, penetração, penetra