Pentear στα ελληνικά

Μετάφραση: pentear, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
Pentear στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pensão στα ελληνικά - συνταγή, άνθρωπος, άνθρωποι, σύνταξη, κόσμος, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, ...
  • pente στα ελληνικά - χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
  • penugem στα ελληνικά - πούπουλο, κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
  • península στα ελληνικά - χερσόνησος, χερσόνησο, χερσονήσου, χερσόνησο της, χερσόνησο του
Τυχαίες λέξεις
Pentear στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας