Perto στα ελληνικά

Μετάφραση: perto, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντινός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Perto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • persuada στα ελληνικά - πείθω, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν
  • persuadir στα ελληνικά - συμβουλεύω, κατεύθυνση, χειραγωγία, καθοδήγηση, πείθω, καμαρίλα, πείσει, ...
  • perturbar στα ελληνικά - ενοχλώ, παρενοχλώ, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
  • perturbe στα ελληνικά - παρενοχλώ, ενοχλώ, ενοχλείτε, διαταράσσουν, διαταράξει, διαταράξουν, διαταράσσει
Τυχαίες λέξεις
Perto στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντινός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής