Κοντινός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κοντινός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
próximo, perto, junto, contíguo, abeirar, apenso, acercar, fechar, estreita, fim
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοντινός
κοντινός εξωτικός προορισμός, κοντινός προορισμός, κοντινός συνώνυμο, κοντινός συνώνυμα, κοντινός προορισμός από αθήνα, κοντινός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοντινός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοντάρι στα πορτογαλικά - pau, haste, vara, verga, estaca, foguete, pólo, ...
- κονταίνω στα πορτογαλικά - abreviar, falta, acanhar, encurtar, reduzir, diminuir, encurtar a
- κοντολογίς στα πορτογαλικά - em resumo, em suma, enfim, no short, em síntese
- κοντός στα πορτογαλικά - breve, curto, margem, costa, curta, pequeno, suma
Τυχαίες λέξεις
Κοντινός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: próximo, perto, junto, contíguo, abeirar, apenso, acercar, fechar, estreita, fim
Μεταφράσεις: próximo, perto, junto, contíguo, abeirar, apenso, acercar, fechar, estreita, fim