Proeminente στα ελληνικά

Μετάφραση: proeminente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαιρετικός, επιφανής, διακεκριμένος, προεξέχων, εξέχοντα, εξέχουσα
Proeminente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • produção στα ελληνικά - παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
  • prodígio στα ελληνικά - θαύμα, prodigy, παιδί θαύμα, θαύμα της
  • profanar στα ελληνικά - βεβηλώνω, desecrate, βεβηλώνουν, βεβηλώσουν, βεβήλωνε
  • proferir στα ελληνικά - λέω, προφέρω, αρθρώνω, απόλυτη, απόλυτης, παντελή, την απόλυτη
Τυχαίες λέξεις
Proeminente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαιρετικός, επιφανής, διακεκριμένος, προεξέχων, εξέχοντα, εξέχουσα