Provisório στα ελληνικά

Μετάφραση: provisório, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δειλός, προσωρινός, δελεάζω, πρόσκαιρος, προσωρινή, προσωρινού, προσωρινό, προσωρινά
Provisório στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • provir στα ελληνικά - έρχομαι, έλα, έρθει, έρχονται, προέρχονται, έρθουν
  • provisão στα ελληνικά - μαγαζί, παρέχω, αποθηκεύω, βάζω, απόθεμα, παροχή, προμήθεια, ...
  • provoque στα ελληνικά - προκαλώ, αίτια, αιτίες, αιτίων, αιτιών, προκαλεί
  • provável στα ελληνικά - μάλλον, αληθοφανής, εύσχημος, πιθανά, πιθανόν, πιθανός, πιθανό, ...
Τυχαίες λέξεις
Provisório στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δειλός, προσωρινός, δελεάζω, πρόσκαιρος, προσωρινή, προσωρινού, προσωρινό, προσωρινά