Suficiência στα ελληνικά
Μετάφραση: suficiência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- suficiente στα ελληνικά - επαρκώς, επαρκής, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
- suficientemente στα ελληνικά - επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
- sufixo στα ελληνικά - πνίγω, κατάληξη, επίθημα, επίθεμα, πρόθεμα, επιθήματος
- sufocar στα ελληνικά - φλομώνω, αποκρύπτω, καταπνίγω, πνίγω, ζάχαρη, καταστέλλω, στραγγαλίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Suficiência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Μεταφράσεις: γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει