Γεμίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
limas, encher, preencher, completar, carga, suficiência, preencha, preenchimento, encha
Γεμίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γεμίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γελώ στα πορτογαλικά - riso, torno, rir, piada, risada, risos, gargalhada
  • γεμάτος στα πορτογαλικά - todo, cumprir, totalitário, total, completo, cheio, pleno, ...
  • γενέθλια στα πορτογαλικά - aniversário, de aniversário, do aniversário, aniversario, aniversário do
  • γενίκευση στα πορτογαλικά - generalização, de generalização, a generalização, generalizações, generalização de
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: limas, encher, preencher, completar, carga, suficiência, preencha, preenchimento, encha