Suplício στα ελληνικά
Μετάφραση: suplício, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασανισμός, βασανίζω, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- suplicar στα ελληνικά - παράκληση, παρακαλώ, χρειάζομαι, ζητώ, απαιτώ, εκλιπαρώ, παρακαλώ δε, ...
- supliciar στα ελληνικά - για, σε, να, με, για να
- supor στα ελληνικά - υποθέτω, εικασία, σκέφτομαι, μιμούμαι, καταπνίγω, μαντεύω, νομίζω, ...
- suportar στα ελληνικά - υποφέρω, πάσχω, γεννώ, ντομάτα, εμμένω, υποστηρίζω, βοήθεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Suplício στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασανισμός, βασανίζω, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Μεταφράσεις: βασανισμός, βασανίζω, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια