Tal στα ελληνικά

Μετάφραση: tal, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόσος, τέτοιος, πιθανά, ξεπαγώνω, μάλλον, ίδιος, πιθανόν, λιώνω, όπως, τέτοια, εν λόγω, τέτοιο
Tal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tagarelar στα ελληνικά - φλυαρώ, κουβέντα, κουβεντιάζω, τρίζω, φλυαρία, φλυαρίες, φλυαρίας, ...
  • tais στα ελληνικά - εμποτίζω, τέτοιος, τόσος, μουσκεύω, λιώνω, ξεπαγώνω, όπως, ...
  • talento στα ελληνικά - πεσκέσι, προικοδότηση, χάρισμα, δωρεά, ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, ...
  • talhar στα ελληνικά - κόβω, κόψιμο, κοπή, κόβω με μαχαιρίδιο, σκαλίζω με μαχαιρίδιο, Whittle, περιοριστούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Tal στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόσος, τέτοιος, πιθανά, ξεπαγώνω, μάλλον, ίδιος, πιθανόν, λιώνω, όπως, τέτοια, εν λόγω, τέτοιο