Tropeço στα ελληνικά

Μετάφραση: tropeço, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω, ζαλίζω, συντρίβω, δειλιάζω, σταματώ, ματαιώνω, παρεμποδίζω, Balk
Tropeço στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tronco στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, τρέμω, σεντούκι, μπαούλο, στείρα, στέλεχος, εμπιστεύομαι, ...
  • tropa στα ελληνικά - τριποδίζω, στρατευμάτων, στράτευμα, των στρατευμάτων, στρατεύματα, στρατιωτών
  • trotar στα ελληνικά - φασαρία, ταλαιπωρία, μπελάς, ενοχλώ, τριποδίζω, τροχασμός, τριποδισμός, ...
  • trote στα ελληνικά - ενοχλώ, μπελάς, τριποδίζω, ταλαιπωρία, φασαρία, τροχασμός, τριποδισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Tropeço στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω, ζαλίζω, συντρίβω, δειλιάζω, σταματώ, ματαιώνω, παρεμποδίζω, Balk