Λέξη: στεγάζω

Σχετικές λέξεις: στεγάζω

στεγάζω αγγλικά, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά

Συνώνυμα: στεγάζω

εστιώ

Μεταφράσεις: στεγάζω

στεγάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accommodate, stegazo

στεγάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adaptar, alojar, ajustarse, acantonar, ajustar, acomodar, stegazo

στεγάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
passen, unterbringen, entsprechen, anpassen, beherbergen, einquartieren, stegazo

στεγάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recevoir, fournir, cantonner, apaiser, ajuster, convenir, équiper, proportionner, approprier, disposer, satisfaire, conformer, placer, accommoder, loger, adapter, stegazo

στεγάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accantonare, albergare, adattare, alloggiare, stegazo

στεγάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acomodar, convir, servir, stegazo

στεγάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deugen, voegen, adapteren, afstemmen, aanpassen, passen, herbergen, stegazo

στεγάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приспособить, приноровить, приспособлять, улаживать, расквартировывать, согласовывать, примирять, расположить, снабжать, располагать, устраивать, приурочить, stegazo

στεγάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilpasse, tillempe, stegazo

στεγάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anpassa, jämka, adaptera, lämpa, stegazo

στεγάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
majoittaa, sopia, sovittaa, soveltua, mukautua, mahtua, stegazo

στεγάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stegazo

στεγάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybavit, vyhovět, urovnat, zařídit, ubytovat, uspokojit, upravit, umístit, akomodovat, přizpůsobit, přizpůsobovat, vyhovovat, opatřit, stegazo

στεγάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaopatrywać, dostosować, wyświadczyć, ulokować, przystosować, zaspokajać, zakwaterować, rozmieszczać, zaopatrzyć, akomodować, przystosowywać, stegazo

στεγάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
stegazo

στεγάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerleştirmek, stegazo

στεγάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вміщення, пристосувати, постачати, узгоджувати, stegazo

στεγάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adaptoj, stegazo

στεγάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
stegazo

στεγάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрымлiваць, атрымоўваць, stegazo

στεγάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
majutama, kohandama, stegazo

στεγάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagib, strmina, uspon, stegazo

στεγάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stegazo

στεγάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stegazo

στεγάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pielāgot, adaptēt, piemērot, stegazo

στεγάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
stegazo

στεγάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adapta, stegazo

στεγάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uravnat, stegazo

στεγάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stegazo
Τυχαίες λέξεις