Σκουντουφλώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σκουντουφλώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tropeço, material, tropeçar, tropeção, tropeçam, tropeçamos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκουντουφλώ
σκουντουφλώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκουντουφλώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σκοτσέζος στα πορτογαλικά - escocesa, escocês, scottish, do scottish, escoceses
- σκοτώνω στα πορτογαλικά - assassinato, matar, assassinar, rim, matança, homicídio, balbuciar, ...
- σκουντώ στα πορτογαλικά - cutucada, cotovelada, nudge, empurrão, empurrãozinho
- σκουπίδια στα πορτογαλικά - recusa, escombros, destroços, indeferir, recusar, ruínas, lixo, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκουντουφλώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tropeço, material, tropeçar, tropeção, tropeçam, tropeçamos
Μεταφράσεις: tropeço, material, tropeçar, tropeção, tropeçam, tropeçamos