Vós στα ελληνικά

Μετάφραση: vós, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σας, εσύ, εσείς, μπορείτε, που, θα
Vós στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vívido στα ελληνικά - ζωηρός, ζωντανός, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό
  • vómito στα ελληνικά - ψηφίζω, ψήφος, ξερνώ, έμετος, εμετό, εμετός, έμετο, ...
  • xarope στα ελληνικά - σύστημα, σιρόπι, σιροπιού, το σιρόπι, σιρόπιο, σιροπίου
  • xerografia στα ελληνικά - αυλή, προαύλιο, ξηρογραφία, ξηρογραφίας, με ξηρογραφία, η ξηρογραφία, ξηροτυπία
Τυχαίες λέξεις
Vós στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σας, εσύ, εσείς, μπορείτε, που, θα