Λέξη: προεδρεύω

Σχετικές λέξεις: προεδρεύω

προεδρεύω αγγλικα

Συνώνυμα: προεδρεύω

μετριάζω, μετριάζομαι

Μεταφράσεις: προεδρεύω

προεδρεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preside, chair, chairing, I chair, of chairing

προεδρεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
silla, silla de, la silla, sillón, asiento

προεδρεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Stuhl, Sessel, Lehrstuhl

προεδρεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
présidez, présidons, dominer, présider, chaise, président, fauteuil, présidence, présidente

προεδρεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
presiedere, sedia, poltrona, presidente, sedia a, cattedra

προεδρεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cadeira, cadeira de, presidente, presidência, poltrona

προεδρεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
presideren, voorzitten, stoel, leerstoel, kinderstoel, voorzitter, chair

προεδρεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
председательствовать, стул, кресло, председатель, кафедра, стула

προεδρεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stol, stolen, leder, barnestol

προεδρεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stol, ordförande, stolen, ordföranden

προεδρεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuoli, tuolin, puheenjohtaja, syöttötuoli, puheenjohtajana

προεδρεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stol, stolen, formand, formandskabet

προεδρεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předsedat, vládnout, židle, křeslo, židli, stolička, sedačková

προεδρεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prezesować, przewodniczyć, prezydować, krzesło, fotel, chair, krzesła, krzesełko

προεδρεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szék, széket, elnöke, székre, széken

προεδρεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sandalye, koltuklu, koltuk, koltuğu, chair

προεδρεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стілець, стул, випорожнення, стільця

προεδρεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karrige, karrige të, kryesojë, karrige e, kryesuesi

προεδρεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стол, стола, председател, председателства

προεδρεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крэсла, стул

προεδρεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhatama, tool, ISTUNGI JUHATAJA, JUHATAJA, juhatusel, tooli

προεδρεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predsjedavati, upravljati, stolica, stolac, stolice, sjedalice, stolicu

προεδρεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stóll, formaður, stól, Chair, Stóllinn

προεδρεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kėdė, pirmininkas, pirmininkauja, kėdės, pirmininkaus

προεδρεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krēsls, priekšsēdētājs, vada, krēslu, priekšsēdētāja

προεδρεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Чаир, стол, столица, столот, претседавач

προεδρεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scaun, persoane în scaun, în scaun cu, persoane în scaun cu, pentru persoane în scaun

προεδρεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stol, predsednik, predseduje, predsednik je, predsedovanje

προεδρεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stoličky, stolička, stoličkami
Τυχαίες λέξεις