Λέξη: πετυχημένος
Σχετικές λέξεις: πετυχημένος
πετυχημένος γάμος, πετυχημένος άνθρωπος είναι αυτός που δεν φοβάται να διεκδικήσει, επιτυχημένος είναι αυτός που φτιάχνει πύργους με πέτρες που του πέταξαν οι άλλοι
Συνώνυμα: πετυχημένος
νοικοκυρεμένος, καθάριος, καθαρός, κόσμιος, κομψός, επιτυχής
Μεταφράσεις: πετυχημένος
πετυχημένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
successful, neat, succeeded, achiever
πετυχημένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exitoso, éxito, exitosa, con éxito, acertado
πετυχημένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelungen, erfolgreich, erfolgreiche, erfolgreichen, erfolgreicher, Erfolg
πετυχημένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réussite, prospère, réussi, succès, réussie, avec succès
πετυχημένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
di successo, successo, riuscita, riuscito, con successo
πετυχημένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bem sucedido, sucedido, bem sucedida, de sucesso
πετυχημένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geslaagd, succesvolle, succesvol, succes, geslaagde
πετυχημένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
успешный, лихой, удачный, преуспевающий, ловкий, спорый, удалой, прекрасный, хороший, удачливый, успешным, успешно, успешной, успешными
πετυχημένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
heldig, vellykket, vellykkede, lykkes, suksess
πετυχημένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lyckad, framgångsrik, framgångsrika, framgångsrikt, lyckas
πετυχημένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
menestyvä, voittoisa, onnistunut, menestyksekäs, onnistuneen, onnistuu, onnistuneesti
πετυχημένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vellykket, succesfuld, succes, en succes, vellykkede
πετυχημένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úspěšný, úspěšné, úspěšná, úspěšně, úspěšní
πετυχημένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
udany, poprawny, wzięty, pomyślny, sukces, udane, sukcesem
πετυχημένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sikeres, a sikeres, sikeresen, eredményes, sikeresnek
πετυχημένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarılı, başarılı bir, başarıyla, başarı
πετυχημένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щасливий, удалий, вдалий, удачливий, успішний, найуспішніший, успішна
πετυχημένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbarë, i suksesshëm, suksesshëm, suksesshme, të suksesshme, e suksesshme
πετυχημένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
успешното, успешно, успешен, успешна, успешни
πετυχημένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паспяховы, пасьпяховы
πετυχημένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edukas, eduka, edukaks, edukat, edukad
πετυχημένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uspješni, uspješne, uspješnu, uspješan, uspješna, uspješno
πετυχημένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vel, árangri, ná árangri, árangursrík, tekst
πετυχημένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sėkmingas, sėkmingai, sėkminga, sėkmingos, sėkmingi
πετυχημένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veiksmīgs, sekmīgs, veiksmīga, veiksmīgi, sekmīga
πετυχημένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
успешна, успешно, успешни, успешен, успешното
πετυχημένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de succes, succes, cu succes, reușită, succesul
πετυχημένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uspeti, uspešna, uspešno, uspešen, uspešni, uspešne
πετυχημένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úspešný, úspešné, úspešného, úspech