Înşela στα ελληνικά
Μετάφραση: înşela, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλεπού, κόλπο, ξεγελώ, τρικ, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις
- întâlnire στα ελληνικά - αναμέτρηση, ημερομηνία, αρραβώνες, ραντεβού, χουρμάς, διορισμός, συναντώ, ...
- înălţime στα ελληνικά - ύψος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
- înşelăciune στα ελληνικά - απάτη, εξαπάτηση, εξαπάτησης, παραπλάνηση, δόλο
- înţelegere στα ελληνικά - φόβος, ταραχή, συμφωνία, κατανόηση, σύλληψη, κατανόησης, την κατανόηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Înşela στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλεπού, κόλπο, ξεγελώ, τρικ, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: αλεπού, κόλπο, ξεγελώ, τρικ, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει