Λέξη: απόστολος

Σχετικές λέξεις: απόστολος

απόστολος μητρόπουλος, απόστολος δοξιάδης, απόστολος γκλέτσος, αποστόλης ρουβάς, απόστολος νικολαΐδης, απόστολος ρίζος, απόστολος παύλος, απόστολος κατσιφάρας, απόστολος τζιτζικώστας, απόστολος κακλαμάνης, γκλέτσος απόστολος, κακλαμάνης απόστολος

Μεταφράσεις: απόστολος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apostle, Apostolos, an apostle, St., disciple
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apóstol, apostol, el Apóstol, Apostle
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
apostel, Apostel, Apostels, Gesandten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apôtre, l'apôtre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apostolo, dell'apostolo, all'apostolo, apostolo di, Discepolo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apóstolo, Apostle
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorvechter, apostel, apostle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поборник, апостол, апостолом, апостола, ап
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
apostel, Apostelen, apostle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apostel, aposteln, Budbärare, Apostlar, Apostle
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
apostoli, apostoliksi, apostolin, Apostle, apostolina
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
apostel, apostlen, apostelen, Apostle
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
apoštol, apoštolem, prorok, apoštola, Aláhův
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
apostoł, orędownik, Apostoła, apostołem, Aposto
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apostol, apostola, apostolnak, Apostle
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
havari, Elçi, the Apostle, elçisi, havarisi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поборник, апостоле, апостол, Петро, Павло
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
apostull, apostulli, pejgamber, apostulli i, dërguari
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поборник, апостол, Апостола, Апостолът, ап
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апостал, Апостол, святы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
apostel, Apostliks, apostli
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
apostol, apostola, propovjednik, apostolom, poslanik, apostol je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
postulinn, postuli, Apostle, postula, postuli fyrir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apaštalas, apaštalo, apaštalu, apaštalų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apustulis, apustuli, apustuļa, aizstāvis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
апостол, апостолот, Светиот апостол, Дванаесет апостоли, апостолите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apostol, apostolul, apostolului, Sfântului Apostol, Ap
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
apostol, apostola, apostle, apostolu, apostolstvo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
apoštol, apoštolom, apoštola

Στατιστικά δημοτικότητας: απόστολος

Τυχαίες λέξεις