Înţelegere στα ελληνικά
Μετάφραση: înţelegere, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόβος, ταραχή, συμφωνία, κατανόηση, σύλληψη, κατανόησης, την κατανόηση, αντίληψη, της κατανόησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- înşela στα ελληνικά - αλεπού, κόλπο, ξεγελώ, τρικ, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, ...
- înşelăciune στα ελληνικά - απάτη, εξαπάτηση, εξαπάτησης, παραπλάνηση, δόλο
- înţelepciune στα ελληνικά - σύνεση, σωφροσύνη, σοφία, σοφίας, τη σοφία, φρόνηση, η σοφία
- înţelept στα ελληνικά - συνετός, φρόνιμος, λογικός, σοφός, διορατικός, σοφό, σοφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Înţelegere στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόβος, ταραχή, συμφωνία, κατανόηση, σύλληψη, κατανόησης, την κατανόηση, αντίληψη, της κατανόησης
Μεταφράσεις: φόβος, ταραχή, συμφωνία, κατανόηση, σύλληψη, κατανόησης, την κατανόηση, αντίληψη, της κατανόησης