Început στα ελληνικά

Μετάφραση: început, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έναρξη, πρώτος, αρχή, ξεκίνημα, αρχίζω, ξεκινώ, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Început στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • în στα ελληνικά - εντός, μέσα, σε, στο, στην, στη, στον
  • înalt στα ελληνικά - καμαρωτός, υπερόπτης, μεγαλειώδης, περήφανος, μεγαλοπρεπής, ψηλός, υψηλός, ...
  • începător στα ελληνικά - ατζαμής, μυώ, εγκαινιάζω, ξεκινώ, αρχάριος, Ανεπαρκής, αρχάριο, ...
  • încet στα ελληνικά - άνετος, σιγά, σιγά-, αργά, βραδύς, εύκολος, βραδέως, ...
Τυχαίες λέξεις
Început στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έναρξη, πρώτος, αρχή, ξεκίνημα, αρχίζω, ξεκινώ, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου