Îndemânare στα ελληνικά
Μετάφραση: îndemânare, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτημα, επιδεξιότητα, κολάι, διενέργεια, φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, κυρτός, απόκτηση, απαγχονίζω, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- încăpăţânat στα ελληνικά - ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
- îndată στα ελληνικά - σύντομα, σύντομος, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
- îndemânatic στα ελληνικά - σβέλτος, επιτήδειος, επιδέξιος, επιδέξια, επιτυχία ιστορικά, με επιτυχία ιστορικά
- îndepărtat στα ελληνικά - απόμακρος, μακριά, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, αφαιρεθεί, αφαιρούνται, ...
Τυχαίες λέξεις
Îndemânare στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτημα, επιδεξιότητα, κολάι, διενέργεια, φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, κυρτός, απόκτηση, απαγχονίζω, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Μεταφράσεις: απόκτημα, επιδεξιότητα, κολάι, διενέργεια, φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, κυρτός, απόκτηση, απαγχονίζω, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων