Întoarcere στα ελληνικά
Μετάφραση: întoarcere, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυρίζω, επιστροφή, επιστρέφω, απόδοση, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
Μεταφράσεις
- însănătoşire στα ελληνικά - ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
- întindere στα ελληνικά - έκταση, βαθμός, τέντωμα, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
- într-adevăr στα ελληνικά - πραγματικά, αλήθεια, πράγματι, όντως, μάλιστα
- întrebare στα ελληνικά - ερώτηση, ανάκριση, έρευνα, ερώτημα, εξέταση, ανακρίνω, ζήτημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Întoarcere στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυρίζω, επιστροφή, επιστρέφω, απόδοση, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
Μεταφράσεις: γυρίζω, επιστροφή, επιστρέφω, απόδοση, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης