Cârmă στα ελληνικά

Μετάφραση: cârmă, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηδάλιο, δοιάκι, τιμόνι, ηνία, επικεφαλής, ηγεσία
Cârmă στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cârlig στα ελληνικά - γάντζος, αγκιστρώνω, άγκιστρο, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
  • cârmaci στα ελληνικά - πηδαλιούχος, πηδαλιούχου, πηδαλιούχο, κυβερνήτη, καπετάνιο
  • cârnat στα ελληνικά - λουκάνικο, λουκάνικα, λουκάνικου, λουκάνικων, αλλαντικών
  • cârpă στα ελληνικά - κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
Τυχαίες λέξεις
Cârmă στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηδάλιο, δοιάκι, τιμόνι, ηνία, επικεφαλής, ηγεσία