Capitulare στα ελληνικά
Μετάφραση: capitulare, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέφτω, πτώση, παραδίδω, εκπίπτω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση
Μεταφράσεις
- capitală στα ελληνικά - πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
- capitol στα ελληνικά - κεφάλαιο, κεφαλαίου, το κεφάλαιο, του κεφαλαίου, κεφάλαιο αυτό
- capotă στα ελληνικά - πίλος, καπό, κουκούλα, κουκούλας, κάλυμμα, απορροφητήρα
- capriciu στα ελληνικά - καπρίτσιο, ορμή, ιδιοτροπία, Caprice, Το Caprice
Τυχαίες λέξεις
Capitulare στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέφτω, πτώση, παραδίδω, εκπίπτω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση
Μεταφράσεις: πέφτω, πτώση, παραδίδω, εκπίπτω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση