Combustibil στα ελληνικά
Μετάφραση: combustibil, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, καύσιμα, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Μεταφράσεις
- comandă στα ελληνικά - εντολή, παραγγελία, παραγγέλλω, προσταγή, εντολών, εντολής, διοίκηση, ...
- combatant στα ελληνικά - φιλοπόλεμος, επιθετικός, εριστικός, πολεμιστής, πολεμιστή, μαχητή, μαχητής, ...
- comedian στα ελληνικά - κωμικός, αστείος, κωμικό, κωμικού, τον κωμικό, ο κωμικός
- comentariu στα ελληνικά - σχόλιο, παρατήρηση, σχολιάζω, παρατηρώ, σχολίου, σχόλιό, το σχόλιό, ...
Τυχαίες λέξεις
Combustibil στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, καύσιμα, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, καύσιμα, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων