Λέξη: μπάλωμα
Σχετικές λέξεις: μπάλωμα
μπάλωμα τζιν, μπάλωμα σαμπρέλας, μπάλωμα σε τζιν, μπάλωμα το μπάλωμα και βελονιά δεν έχει, μπάλωμα φουσκωτού, μπάλωμα σαμπρέλας ποδηλάτου
Συνώνυμα: μπάλωμα
μαντάρισμα, πρόχειρη λύση
Μεταφράσεις: μπάλωμα
μπάλωμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
patch, botch, patch of, mending, patch on
μπάλωμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
remiendo, parche, chapucería, chapucear, botch, chapuza, pifia
μπάλωμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reparatur, fleck, flicken, klappe, korrektur, patsch, Pfusch, Murks, botch, verpfuschen, vermasseln
μπάλωμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lopin, tache, réparer, rapetasser, temps, pièce, rapiécer, raccommoder, rustine, parcelle, ravauder, raccoutrer, pansement, rafistoler, repiquer, moucheture, bousiller, saboter, ulcère, botch, calvaire
μπάλωμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pezza, toppa, rattoppare, pasticcio, botch, fallimento critico, gran pasticcio
μπάλωμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cura, remendo, remendar, sacerdote, estragar, falha crítica, botch, úlceras
μπάλωμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plek, lapwerk, lap, beunhazen, modderen, botch, prutswerk, verknoeien
μπάλωμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
латать, мушка, пятно, плешь, отбеливать, прогалина, заплата, лоскут, отрывок, надставить, улаживать, клочок, обрывок, латка, портить, Провал, плохо сделанная работа, халтура
μπάλωμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lappe, botch, byller
μπάλωμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lapp, bandage, botch, fuskverk, bulnader
μπάλωμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parsia, paikka, korjata, tilkku, töherrys, paiseilla, möhliä, kehno työ, pilata
μπάλωμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reparere, botch, kludder, makværk, Svulster
μπάλωμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
látat, zašít, záplata, slátat, spravit, vyspravit, kousek, fušerská práce, fušeřina
μπάλωμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łatka, łatać, złośnik, plaster, załatać, plama, zagon, łata, załagodzić, grządka, naprawiać, naklecić, patałaszyć, naknocić, zbabrać, sfuszerować
μπάλωμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szépségtapasz, kontár, kontármunka, tákolmány, fuser munka, kontárkodik
μπάλωμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
leke, becerememek, botch, berbat etmek, bozmak, beceriksizce yapılmış iş
μπάλωμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пляма, лата, латка, псувати, псуватиме, псуватимуть
μπάλωμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arnoj, punë e dobët, prish, puprri
μπάλωμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заплата, кръпка, лошо извършена работа, поправям лошо
μπάλωμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагода, псаваць, шкодзіць
μπάλωμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Riku, Töherrys, Vilets töö, Teha kehnosti, kehnosti
μπάλωμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrlja, umetak, zakrpa, melem, ispraviti, zakrpiti, loša izrada, gruba zakrpa, praviti grube zakrpe
μπάλωμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blettur, botch
μπάλωμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvarstis, Knocić, Partanina, Naknocić, Sknocić, Patałaszyć
μπάλωμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārsējs, saite, uzlikt ielāpu, pavirši strādāt, rupjš ielāps, slikts darbs
μπάλωμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
botch
μπάλωμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pansament, lucru făcut de mântuială, cârpi, făcut de mântuială, lucra de mântuială, cârpeală
μπάλωμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
záplata, botch
μπάλωμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záplata, záhon, fušerská