Τροφοδοτώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
combustibil, alimenta, Stoke, la Stoke, anti- stokes, mânca în grabă
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, τροφοδοτώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- τροφικός στα ρουμανικά - nutritiv, nutritive, nutritivă, nutritiva
- τροφοδοσία στα ρουμανικά - catering, de catering, servirea, alimentare, servirea mesei
- τροφοδότης στα ρουμανικά - furnizor, firma de catering, catering, unitate de restaurație, restaurație
- τροχαλία στα ρουμανικά - scripete, rola, rolă, fuliei, rolă de
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: combustibil, alimenta, Stoke, la Stoke, anti- stokes, mânca în grabă
Μεταφράσεις: combustibil, alimenta, Stoke, la Stoke, anti- stokes, mânca în grabă