Dificultate στα ελληνικά

Μετάφραση: dificultate, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσχέρεια, δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
Dificultate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diferit στα ελληνικά - διάφορα, ποικίλος, διάφορος, διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, ...
  • dificil στα ελληνικά - δύσκολος, σκληρός, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες
  • difterie στα ελληνικά - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
  • diftong στα ελληνικά - δίφθογγος, δίφθογγο, διφθόγγου
Τυχαίες λέξεις
Dificultate στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσχέρεια, δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών