Λέξη: αρμόδιος
Σχετικές λέξεις: αρμόδιος
αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής εντέλλεται, αρμόδιος και αριστογείτων, αρμόδιος στεργίου, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει, αρμόδιος μετάφραση
Συνώνυμα: αρμόδιος
ανένδοτος, ικανός, δυνάμενος, όποιος μπορεί να, όποιος είναι στη θέση να, όποιος καταφέρνει, ταιριαστός, κατάλληλος, σχετικός, έχων τα προσόντα, επιφυλακτικός, περιορισμένος, πτυχιούχος, τροποποιημένος
Μεταφράσεις: αρμόδιος
αρμόδιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
responsible, competent, qualified, responsibility, charge
αρμόδιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
responsable, competente, competentes, competencia
αρμόδιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verantwortlich, zuständig, verantwortungsvoll, kreditwürdig, haftbar, mündig, kompetent, zuständigen, zuständige, kompetente
αρμόδιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
responsable, compétent, compétente, compétentes, compétents, compétence
αρμόδιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
responsabile, competente, competenti, competenza
αρμόδιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
responsável, competente, competentes, competência
αρμόδιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aansprakelijk, toerekenbaar, verantwoordelijk, competent, bevoegd, bekwaam, bevoegde, de bevoegde
αρμόδιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вменяемый, надежный, ответственный, важный, компетентный, компетентным, компетентные, компетентного, компетентны
αρμόδιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansvarsfull, ansvarlig, kompetent, kompetente, vedkommende, kompetanse, sakkyndig
αρμόδιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansvarig, behöriga, behörig, kompetent, behörigt
αρμόδιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastuullinen, pätevä, toimivaltaisten, toimivaltaisen, toimivaltainen, toimivaltaiset
αρμόδιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ansvarsfuld, ansvarlig, kompetent, kompetente, ansvarlige, kompetence
αρμόδιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odpovědný, zodpovědný, kompetentní, příslušný, příslušným, příslušné, příslušná
αρμόδιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpowiedzialny, kompetentny, właściwy, właściwe, właściwa, właściwym
αρμόδιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
illetékes, hatáskörrel, hatáskörrel rendelkező, az illetékes, hozzáértő
αρμόδιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sorumlu, yetkili, yetkin, uzman, yeterli
αρμόδιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надійність, обов'язку, обов'язки, зобов'язання, компетентний, компетентного, компетентна, компетентне, компетентну
αρμόδιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kompetent, kompetente, kompetent i, aftë, kompetentë
αρμόδιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компетентен, компетентния, компетентният, компетентната, компетентните
αρμόδιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кампетэнтны, кампетэнтную, кампетэнтная, дасведчаны, кампетэнтнаму
αρμόδιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pädev, pädevad, pädevate, pädeva, pädevale
αρμόδιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaslužan, odgovornog, nadležan, nadležno, nadležni, Nadležna, nadleţno
αρμόδιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bær, lögbært, lögbæra, lögbær, til bær
αρμόδιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsakingas, kompetentingas, kompetentinga, kompetentingos, kompetentingai
αρμόδιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbildīgs, kompetents, kompetentā, kompetenta, kompetentajai, kompetentas
αρμόδιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
надлежниот, надлежните, надлежен, надлежни, надлежната
αρμόδιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
responsabil, competent, competentă, competente, competentã, competenta
αρμόδιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pristojni, pristojna, pristojen, pristojno, pristojnega
αρμόδιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kompetentní, kompetentné, kompetentný, príslušný, príslušné
Τυχαίες λέξεις