Echipă στα ελληνικά

Μετάφραση: echipă, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Echipă στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • echilibru στα ελληνικά - κορμοστασιά, ζυγαριά, ισοζύγιο, πλάστιγγα, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ...
  • echinox στα ελληνικά - ισημερία, Echinox
  • echipaj στα ελληνικά - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
  • echipament στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
Τυχαίες λέξεις
Echipă στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν