Funcţionare στα ελληνικά
Μετάφραση: funcţionare, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργία, απόδοση, επιχείρηση, παράσταση, εγχείρηση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fumat στα ελληνικά - καπνίζω, καπνοί, καπνός, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, ...
- fumător στα ελληνικά - καπνιστής, καπνιστή, καπνίζω, καπνιστές, καπνιστών
- fund στα ελληνικά - μόρτης, κουτουλώ, κουτί, μπορώ, πισινό, κρεβάτι, πάτος, ...
- fundamental στα ελληνικά - κλειδί, ουσιώδης, θεμελιώδης, καρδινάλιος, κεντρικός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, ...
Τυχαίες λέξεις
Funcţionare στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργία, απόδοση, επιχείρηση, παράσταση, εγχείρηση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: λειτουργία, απόδοση, επιχείρηση, παράσταση, εγχείρηση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται