Fundamental στα ελληνικά
Μετάφραση: fundamental, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδί, ουσιώδης, θεμελιώδης, καρδινάλιος, κεντρικός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- funcţionare στα ελληνικά - λειτουργία, απόδοση, επιχείρηση, παράσταση, εγχείρηση, εργασίας, εργάσιμες, ...
- fund στα ελληνικά - μόρτης, κουτουλώ, κουτί, μπορώ, πισινό, κρεβάτι, πάτος, ...
- fundaţie στα ελληνικά - θεμέλιο, ίδρυση, ίδρυμα, βάθρο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
- funie στα ελληνικά - σκοινί, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, σχοινιών
Τυχαίες λέξεις
Fundamental στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδί, ουσιώδης, θεμελιώδης, καρδινάλιος, κεντρικός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Μεταφράσεις: κλειδί, ουσιώδης, θεμελιώδης, καρδινάλιος, κεντρικός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών