Gros στα ελληνικά

Μετάφραση: gros, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Gros στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • groapă στα ελληνικά - ορυχείο, λάκκος, κοιλότητα, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
  • groaznic στα ελληνικά - αποκρουστικός, τρομερός, φοβερός, οδυνηρός, απεχθής, εναγής, αλγεινός, ...
  • grosime στα ελληνικά - πυκνότητα, πάχος, πάχους, το πάχος, πάχος του, του πάχους
  • grozav στα ελληνικά - άσχημος, τρομερός, φοβερός, απαίσιος, αποκρουστικός, πολύ ωραία, αυτό είναι υπέροχο, ...
Τυχαίες λέξεις
Gros στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό