Influenţă στα ελληνικά
Μετάφραση: influenţă, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Μεταφράσεις
- inflaţie στα ελληνικά - πληθωρισμός, πληθωρισμού, πληθωρισμό, τον πληθωρισμό, του πληθωρισμού
- influent στα ελληνικά - με επιρροή, επιρροή, σημαίνοντες, σημαντικούς, επιρροής
- informaţie στα ελληνικά - πληροφορίες, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
- inginer στα ελληνικά - μηχανικός, μηχανεύομαι, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Τυχαίες λέξεις
Influenţă στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Μεταφράσεις: επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν