Επενέργεια στα ρουμανικά
Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acţiune, influenţă, activitate, efect, vigoare, efect de, efecte, sens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενέργεια
ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας ρουμανικά, επενέργεια στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- επεκτείνω στα ρουμανικά - extinde, extindă, prelungi, se extindă, prelungească
- επεμβαίνω στα ρουμανικά - interfera, interfereze, interveni, interferează, intervină
- επενδύω στα ρουμανικά - curs, origine, rid, ocupaţie, arie, linie, investi, ...
- επενεργώ στα ρουμανικά - influenţă, acte, actelor, actele, acte de, de acte
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: acţiune, influenţă, activitate, efect, vigoare, efect de, efecte, sens
Μεταφράσεις: acţiune, influenţă, activitate, efect, vigoare, efect de, efecte, sens