Ocupaţie στα ελληνικά

Μετάφραση: ocupaţie, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειές, δουλειά, επάγγελμα, ρυτίδα, γραμμή, επιχείρηση, επενδύω, κατάληψη, παρατάσσω, υπόθεση, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Ocupaţie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ocupa στα ελληνικά - καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
  • ocupat στα ελληνικά - απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
  • odaie στα ελληνικά - χώρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
  • odios στα ελληνικά - βδελυρός, εναγής, απεχθής, αποκρουστικός, μισητός, απεχθείς, απεχθές
Τυχαίες λέξεις
Ocupaţie στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειές, δουλειά, επάγγελμα, ρυτίδα, γραμμή, επιχείρηση, επενδύω, κατάληψη, παρατάσσω, υπόθεση, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία