Κατοχή στα ρουμανικά
Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ocupaţie, posesiune, deținere, stăpânire, posiblititatea, posiblititatea de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοχή
κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κατοχή στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κατολίσθηση στα ρουμανικά - alunecare, glisante, de alunecare, culisante, glisantă
- κατορθώνω στα ρουμανικά - pune, pus, încearcă, puse, a pus
- κατοχυρώνω στα ρουμανικά - ocroti, fortifica, fortifice, întări, fortificarea, fortifică
- κατράμι στα ρουμανικά - smoală, marinar, pas, smoala, teren de, cu pas
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ocupaţie, posesiune, deținere, stăpânire, posiblititatea, posiblititatea de
Μεταφράσεις: ocupaţie, posesiune, deținere, stăpânire, posiblititatea, posiblititatea de