Prin στα ελληνικά
Μετάφραση: prin, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέσου, περασμένος, από, παρελθόν, με, κατά, από την, του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- primitiv στα ελληνικά - χονδροειδής, αγενής, ακατέργαστος, αγροίκος, ωμός, πρωτόγονος, πρωτόγονη, ...
- primăvară στα ελληνικά - εκτινάσσομαι, αναπηδώ, άνοιξη, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
- principal στα ελληνικά - δεξιοτέχνης, ηγετικός, αφέντης, μετρ, κύριος, κυριότερος, κύρια, ...
- principat στα ελληνικά - ηγεμονία, Πριγκιπάτο, Πριγκιπάτου, πριγκηπάτο, Πριγκηπάτου
Τυχαίες λέξεις
Prin στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέσου, περασμένος, από, παρελθόν, με, κατά, από την, του
Μεταφράσεις: διαμέσου, περασμένος, από, παρελθόν, με, κατά, από την, του