Suficient στα ελληνικά
Μετάφραση: suficient, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άφθονος, πολλά, πολλοί, νισάφι, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Μεταφράσεις
- suferind στα ελληνικά - ανάπηρος, ταλαιπωρία, πάσχουν, που πάσχουν, υποφέρουν, που υποφέρουν
- suferinţă στα ελληνικά - καημός, πληγώνω, χτυπώ, τραυματίζω, θλίψη, ατυχία, αγωνία, ...
- sufix στα ελληνικά - κατάληξη, επίθημα, επίθεμα, πρόθεμα, επιθήματος
- sufla στα ελληνικά - φυσώ, χτύπημα, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Τυχαίες λέξεις
Suficient στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άφθονος, πολλά, πολλοί, νισάφι, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Μεταφράσεις: άφθονος, πολλά, πολλοί, νισάφι, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά