Unic στα ελληνικά
Μετάφραση: unic, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενικός, μοναδικός, ιδιόμορφος, σόλα, πέλμα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική
Μεταφράσεις
- unghie στα ελληνικά - πρόκα, καρφί, νύχι, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
- uni στα ελληνικά - συγχωνεύομαι, συγχωνεύω, συνενώνω, ενοποιώ, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ...
- uniform στα ελληνικά - ομοιόμορφος, ενιαίος, στολή, ομοιόμορφη, ομοιόμορφο, ενιαίων, ομοιόμορφης
- unii στα ελληνικά - λίγοι, μερικός, μερικοί, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
Τυχαίες λέξεις
Unic στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενικός, μοναδικός, ιδιόμορφος, σόλα, πέλμα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική
Μεταφράσεις: ενικός, μοναδικός, ιδιόμορφος, σόλα, πέλμα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική