Vânătoare στα ελληνικά

Μετάφραση: vânătoare, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυνηγώ, κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού
Vânătoare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vânzare στα ελληνικά - πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
  • vânătaie στα ελληνικά - μελανιάζω, μώλωπας, μελανιά, μώλωπα, εκχύμωση, εκχυμώσεων
  • vânător στα ελληνικά - κυνηγός, Hunter, κυνηγό, κυνηγού, κυνηγών
  • vânătă στα ελληνικά - μελιτζάνα, μελιτζάνες, μελιτζάνας, τη μελιτζάνα, φυτών μελιτζάνας
Τυχαίες λέξεις
Vânătoare στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυνηγώ, κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού